- ἐποξύνει
- ἐποξύ̱νει , ἐπί-ὀξύνωAcut. (Sp.)aor subj act 3rd sg (epic)ἐποξύ̱νει , ἐπί-ὀξύνωAcut. (Sp.)pres ind mp 2nd sgἐποξύ̱νει , ἐπί-ὀξύνωAcut. (Sp.)pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.